- Φθιώτης
- ό, θηλ. Φθιώτις, -ώτιδος, Α1. ο κάτοικος τής Φθίας, πόλης τής Θεσσαλίας2. το θηλ. α) μία από τις τέσσερεις περιοχές τής Θεσσαλίαςβ) (συνήθως σε συνεκφορά με τη λ. Ἀχαΐα) περιοχή γύρω από την Όθρυ, που αποτελούσε το νοτιοανατολικό τμήμα τής Θεσσαλίας και η οποία αρχικά ονομαζόταν Αχαΐα ή Αχαιΐς, δηλαδή πατρίδα τών Αχαιών, αλλά αργότερα επονομάστηκε Φθιώτις, ώστε να διακρίνεται από την Αχαΐα τής Πελοποννήσου, τμήμα τής οποίας αποικίστηκε από Αχαιούς τής Θεσσαλίας3. (με σημ. επιθ.) αυτός που κατοικεί ή προέρχεται από την Φθία (α. «Φθιῶτ' Ἀχιλλεῡ», Αισχύλ.β. «Πηνειὲ Φθιῶτα», Καλλ.γ. «Φθιώτιδες γυναῑκες», Ευρ.)4. (το θηλ. σε συνεκφορά με τη λ. γῆ) η χώρα τής Φθίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < Φθία + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. Σικελ-ιώτης)].
Dictionary of Greek. 2013.